- πολυζήλευτος
- -η, -ο, Νεκείνος που τόν ζηλεύουν πολύ, που έχει πολλά προτερήματα, πολύ ζηλευτός («και χώρα πολυζήλευτος με το πολύν λογάριν», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζηλευτός (< ζηλεύω), πρβλ. αξιο-ζήλευτος].
Dictionary of Greek. 2013.